- υπέρτηξη
- η, Νφυσ.-χημ. η υπόψυξη.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ-* + τήξη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ισοτροπία — Φαινόμενο κατά το οποίο οι ιδιότητες ενός μέσου είναι ανεξάρτητες από τη διεύθυνση προς την οποία εξετάζονται. Για παράδειγμα, τα φωτεινά κύματα στα ισότροπα μέσα διαδίδονται με την ίδια ταχύτητα, η θερμική αγωγιμότητα στα μέσα αυτά είναι η ίδια … Dictionary of Greek
κρυστάλλωση — Σύνολο διεργασιών που αποσκοπούν στην επίτευξη της κρυσταλλικής κατάστασης της ύλης κατά τη μετάβασή της σε στερεά μορφή. Η κ. πραγματοποιείται είτε για να απαλλαγεί ένα μείγμα από τυχόν ακαθαρσίες είτε για να διαχωριστούν τα διάφορα συστατικά… … Dictionary of Greek
υπόψυξη — η, Ν φυσ. χημ. η διατήρηση ορισμένης φάσης, αέριας, υγράς ή στερεάς, μιας ουσίας σε θερμοκρασίες χαμηλότερες από τη θερμοκρασία κάτω από την οποία, κανονικά, μεταπίπτει σε άλλη, σταθερότερη φάση, όπως συμβαίνει κατά την ψύξη ορισμένων υγρών… … Dictionary of Greek